Το βιβλίο


Στο πλαίσιο των δράσεων του “Προοδευτικού Συλλόγου Ταϋγέτης” ανέλαβα την πρωτοβουλία να συντονίσω την έκδοση της ιστορίας του χωριού μας.


Η έρευνα των πηγών και η συγγραφή αυτού του βιβλίου έγινε από τον Παντελή Μούτουλα που αξιοποίησε όλες τις δημόσια διαθέσιμες πηγές αλλά και την ανιδιοτελή συμβολή πολλών συγχωριανών μας που αφιέρωσαν χρόνο στην συγκέντρωση στοιχείων και σε συζητήσεις με τον Παντελή για να καταγραφούν οι εμπειρίες τους από την ζωή στον Μπαρσινίκο αλλά και ό,τι τους είχαν αφηγηθεί συγγενείς και γνωστοί.


Το βιβλίο αυτό είναι πολλαπλά χρήσιμο, κυρίως γιατί συμβάλει στο να κατανοήσουμε όλοι καλύτερα, την ιστορία του χωριού μας τους τελευταίους τρεις αιώνες. Είναι επίσης χρήσιμο για όσους μελετούν τη τοπική ιστορία και ειδικά την ιστορία μικρών οικισμών όπως ο Μπαρσινίκος, η ελληνική επικράτεια συγκροτείται και από χιλιάδες μικρούς οικισμούς που έχουν την δική τους ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή. Ελπίζω αυτή η πρωτοβουλία να βρει και άλλους μιμητές, όπως εμείς αξιοποιήσαμε την εμπειρία από άλλες παρόμοιες εκδόσεις, έτσι και οι σύλλογοι άλλων οικισμών μπορούν να αναλάβουν την πρωτοβουλία να ερευνήσουν τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές και να καταγράψουν την δική τους ιστορία.


Το βιβλίο επιμελήθηκε εικαστικά η Ρόζα Γιαννοπούλου. Η ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου θα είναι διαθέσιμη από τον δικτυακό τόπο http://barsinikos.blogspot.gr.


Ό,τι πρόσθετο αρχειακό υλικό μας σταλεί, θα αναρτάται στον δικτυακό τόπο του συλλόγου.



Θεόδωρος Γ. Καρούνος



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ιστορία του Μπαρσινίκου δεν θα γραφεί σε λαμπρές σελίδες. Το μικρό αυτό και παλαιό χωριό, από τη μεγάλη κατηγορία των «αφανών» οικισμών που έδωσαν υπόσταση στη χώρα και αποτέλεσαν τη βάση για να γιγαντωθούν οι αυτοκρατορίες, οι αυθαιρέτω δικαιώματι αφέντες του ελλαδικού τόπου έως την πρόσφατη εποχή, υποτάσσεται στις αδήριτες επιταγές του χρόνου, συμμορφώνεται προς τις επιλογές των κέντρων εξουσίας και απορρίπτει για τον εαυτό του τη φιλοδοξία να υπερβεί τη μοίρα του.
 
Συγχρόνως αγωνίζεται για να υπάρξει. Ο αγώνας του διεξάγεται μέσα στα ανωτέρω προδιαγεγραμμένα πλαίσια. Οι μεταβολές στο εσωτερικό του συντελούνται πάντα σε συνάρτηση με τις εξελίξεις ενός ευρύτερου χωροταξικού περιβάλλοντος. Οι εξωτερικοί περιορισμοί, ανεξέλεγκτοι από το ίδιο, συνθέτουν την καθημερινότητά του.

Τα κομβικά σημεία στη ζωή του αγρότη δεν είναι πολλά: η γέννηση και η βάφτιση, ο γάμος και η τεκνοποίηση, ο θάνατος. Ανάμεσα στα δύο άκρα εξαντλείται η ύπαρξή του στην πάλη για φυσική επιβίωση. Τα άλλα ανθρώπινα δημιουργήματα, πολιτική, τέχνη, φιλοσοφία, είναι του άστεως.

Ο βηματισμός του αγρότη του Μπαρσινίκου, σε συλλογική-κοινοτική και σε ατομική-οικογενειακή κλίμακα, στη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Εν όψει των περιορισμών που αναφέραμε, είναι ζήτημα εάν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη και για τη συγκρότηση μιας τοπικής ταυτότητας. Η σύνδεση του αγρότη με τον τόπο του εντοπίζεται κυρίως στην επαφή του με το καλύβι και το χωράφι, στην ανάμνηση των πιο σημαντικών γεγονότων από την προσωπική και οικογενειακή ζωή και ίσως σε σχέση με μερικά μείζονα γεγονότα εξωτερικής προέλευσης που τον συντάραξαν. 
 
Πάνω σ’ αυτά τα πεδία απλώνεται το εύρος της μελέτης, σημαντικό τμήμα της οποίας αφιερώθηκε στη σύνθεση των γενεαλογικών δέντρων ανά ονοματολογικό κλάδο. Τα περιεχόμενα του παραρτήματος, εκτός από την αυτονόητη χρησιμότητά τους στην τεκμηρίωση όσων αναπτύσσονται στο αφηγηματικό μέρος, ελπίζω ότι βοηθούν στην αναβίωση κάποιων συστατικών της ατμόσφαιρας του παρελθόντος και πρώτα απ’ όλα της γλώσσας του.

Παντελής Μούτουλας

ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦIΑ

Ο Μπαρσινίκος, στην ανατολική πλαγιά του Ταϋγέτου, στο ύψος του Μυστρά και στα δυτικά του, εντάσσεται σε μία γεωγραφική ενότητα η οποία προσδιορίζεται από τις στενές επαφές μεταξύ των χωριών που την απαρτίζουν. Αυτό το χωροταξικό σύνολο διακρίνεται σε δύο ζώνες, την ορεινή και την πεδινή. Στην ορεινή ζώνη, η οποία αρχίζει νότια από τη Σοχά και απολήγει βόρεια στην Τρύπη, εκτός από τον Μπαρσινίκο περιλαμβάνονται η Αναβρυτή, τα Περγαντέικα, το Βλαχοχώρι, τα Πικουλιάνικα, το Διάσελο, ο Μυστράς και το Παρόρι· στην πεδινή ζώνη, τα Καλύβια Σοχάς, η Σκλαβική, ο Άγιος Ιωάννης και η Μαγούλα. 
 
Η περιοχή και ιδιαίτερα η ορεινή ζώνη της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενδοχώρα του Μυστρά. Πράγματι, ο Μυστράς υπήρξε, τουλάχιστον από τα μέσα του 13ου αιώνα, ο δεσπόζων οικισμός όχι μόνο στην ανατολική πλαγιά του Ταϋγέτου αλλά και σε όλη τη Λακεδαίμονα, εφόσον επιλέχθηκε ως περιφερειακή έδρα από τρεις διαδοχικές αυτοκρατορίες, φραγκική, βυζαντινή και οθωμανική, καθώς και από άλλη μία αποικιακή δύναμη, τη Βενετική Δημοκρατία, η οποία συνυπήρξε για μακρά διαστήματα με τους ανταγωνιστές της και μάλιστα στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αιώνα κατόρθωσε να τους εκτοπίσει και να κυριαρχήσει αυτή στην Πελοπόννησο.
 
Η περίοδος της βενετικής κυριαρχίας προσφέρει πολύ σημαντικό υλικό για τη συγκρότηση των γνώσεών μας σχετικά με την ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτόν τον χώρο. Έρευνες ακάματων ερευνητών στα ανεξάντλητα βενετικά αρχεία, οι οποίες άλλωστε συνεχίζονται σε διάφορα πεδία, έχουν ανασύρει μία ολοκληρωμένη απογραφή πληθυσμού, όπου ο Μπαρσινίκος κατέχει τη θέση του, καθώς και πολλά διάσπαρτα στοιχεία για την παραγωγή, τη φορολογία, τις οικονομικές σχέσεις, το εμπόριο και άλλες, μη οικονομικές αλλά εξίσου σημαντικές πλευρές της ζωής των ανθρώπων της εποχής. Η οπτική μας πάνω στα ίδια πεδία βαθαίνει και διευρύνεται, στον βαθμό που προχωρούν αντίστοιχα οι έρευνες σε προγενέστερο υλικό, ιδιαίτερα της πρώτης περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας. 
 
Ο Μυστράς είναι το κέντρο της περιοχής της μελέτης μας, η οποία, όπως είπαμε, μπορεί να θεωρηθεί ως ανθρωπογεωγραφική ενότητα ανάμεσα σε διάφορες άλλες. Ας τις δούμε εν συντομία. Ξεκινώντας από την Τρύπη προς τα βόρεια, συναντούμε τα λεγόμενα χωριά της Ρίζας, περιοχή με χαρακτηριστικά ενότητας λόγω των ιστορικών δεσμών που έχουν αναπτύξει τα χωριά της μεταξύ τους, η οποία προσεγγίζει στην απόληξή της την καρδιά της Πελοποννήσου, την Αρκαδία. Σε αντίθετη κατεύθυνση, ξεκινώντας από τη Σοχά προς νότο, ξεχωρίζουμε άλλη ενότητα με ορεινό κέντρο τα Ανώγεια και πεδινό το Ξηροκάμπι. Πιο νότια, είναι τα Βαρδουνοχώρια και νοτιότερα ακόμη, τα χωριά του Γυθείου ή, αλλιώς, το βόρειο τμήμα της προσηλιακής Μάνης. Στο σύνολο αυτού του μακρόστενου χώρου με τις πέντε ανθρωπογεωγραφικές ενότητες κινούνταν, τουλάχιστον στη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων, οι αγρότες του Μπαρσινίκου, στη διαρκή προσπάθειά τους να συμβιώσουν με τη φύση.



ΤΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΟ

Το όνομα Βαρσινίκος προέρχεται από τη σλαβική λέξη «βρσνίκ» που σημαίνει «ύψωμα» και «κορυφή»1 και έφτασε στις μέρες μας με την παραλλαγή του αρχικού «β» σε «μπ» (Μπαρσινίκος) κατά τα φωνητικά πρότυπα της ελληνικής των νεότερων χρόνων.
 
Το τοπωνύμιο, εφόσον περιγράφει φυσική διαμόρφωση και όχι ανθρώπινο δημιούργημα, δεν φανερώνει από μόνο του τους οικιστές του τόπου, αν και είναι φανερή η επήρεια της σλαβικής παρουσίας στην Πελοπόννησο μετά τον 7ο αιώνα. Όπως συμβαίνει με πολλά τοπωνύμια τα οποία καθιερώθηκαν στη διάρκεια του βυζαντινού μεσαίωνα, πιθανόν προέρχεται κι αυτό από αυτόχθονες υπηκόους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γλωσσικά επηρεασμένους από τη γειτνίαση ή τη συγκατοίκησή τους με κάποιο σλαβικό φύλο· και επικράτησε, διότι δεν προέκυψε εξέχουσα αιτία ή δεν βρέθηκε παράγοντας με τοπική επιρροή ισχυρότερη από την αδράνεια της παράδοσης που να το αλλάξει. Παρόμοια σλαβική φωνητική επιρροή απαντάται βορειότερα με τη Βάρσοβα,2 το χωριό με τη σημερινή ονομασία Αγία Ειρήνη.



Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

Η παλαιότερη απτή ένδειξη κατοίκησης του Μπαρσινίκου βρίσκεται στην απογραφή του πληθυσμού της Πελοποννήσου του 1700, η οποία διενεργήθηκε κατ’ εντολή και για λογαριασμό των βενετικών αρχών από τους ιερείς των χωριών, που ήσαν εγγράμματοι και άρα ικανοί να συντάξουν ένα δελτίο. Τα δελτία αποστέλλονταν στις περιφερειακές αρχές, στην περίπτωσή μας στον Μυστρά, απ’ όπου διαβιβάζονταν στον βενετό προβλεπτή, στο Ναύπλιο.
 
Οι αρχές ενδιαφέρθηκαν για την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού έως και στο τελευταίο χωριό, για φορολογικούς και άλλους λόγους που υπαγορεύονταν από τις ανάγκες της διοίκησης· κυρίως τις ενδιέφερε το τοπικό ­ανδρικό δυναμικό, το οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για αγγαρείες σε οχυρωματικά έργα ή σε περίπτωση επιστράτευσης. Το σκέλος της γυναικείας απογραφής θεωρείται λιγότερο αξιόπιστο. Το κρατικό ενδιαφέρον για τις ­γυναίκες ήταν πιο περιορισμένο και μία οικογένεια μπορούσε πιο εύκολα να ­αποκρύψει την ύπαρξη των κοριτσιών απ’ ό,τι των αγοριών της.
  
 ...
 

Για το βιβλίο προτείνετε εισφορά στο σύλλογο 
10ευρώ, τα έξοδα αποστολής επιβαρύνουν τον παραλήπτη.   
Στην Σπάρτη μπορείτε να παραλάβετε το βιβλίο σε έντυπη μορφή στην διεύθυνση Αρχιδάμου 143, τηλέφωνο 27310-24402.  
 


Το βιβλίο είναι διαθέσιμο και σε ebook, περισσότερες πληροφορίες εδώ.